μίζερος

μίζερος
-η, -ο (Μ μίζερος, -η, -ον)
1. άθλιος, δυστυχής, φτωχός
2. φιλάργυρος, τσιγκούνης («μη ζητάς από αυτόν δανεικά, γιατί είναι μίζερος»)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότροπος, ανάποδος, γκρινιάρης («είναι πολύ μίζερος άνθρωπος»)
2. (για πράγματα) α) πενιχρός, λιτός
β) φτωχικός, άκομψος («μίζερα έπιπλα»).
επίρρ...
μίζερα
με μίζερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. misero < λατ. miser, -eris «άθλιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μίζερος — η, ο (λ. ιταλ.) 1. άθλιος, φτωχός: Έζησε μίζερος μέσα στη φτώχεια του. 2. ιδιότροπος, γκρινιάρης, φιλάργυρος: Είναι μίζερος στο φαγητό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζοχαδιακός — ή, ό [ζοχάδα] 1. αυτός που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες, ο αιμορροϊδικός 2. ιδιότροπος, δύστροπος, νευρικός, γκρινιάρης, μίζερος …   Dictionary of Greek

  • καρμίρης — ο 1. φιλάργυρος, τσιγκούνης, μίζερος 2. δύστροπος στις πληρωμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καρί μοιρος < καρί, δοτ. τού Καρ με μτφ. σημ. «τιποτένιος» + μοιρος < μοίρα (πρβλ. δύσ μοιρος, κακό μοιρος)] …   Dictionary of Greek

  • ρημοσκότεινος — η, ο, Ν 1. ο έρημος και σκοτεινός 2. μτφ. άθλιος, μίζερος, δυστυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρημος + σκότεινος] …   Dictionary of Greek

  • τσιγκούνικος — η, ο επίρρ. α που δίνεται ή γίνεται με τσιγκουνιά, φτωχικός από φιλαργυρία, μίζερος: Τσιγκούνικα ψώνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”